Στην καθημερινή πράξη παιδίατροι, ορθοπαιδικοί και ακτινολόγοι έρχονται αντιμέτωποι με την εκτίμηση του νεογνικού ισχίου και  τη διερεύνηση για αποκλεισμό του συγγενούς εξαρθρήματος ισχίου ή αλλιώς της αναπτυξιακής δυσπλασίας του ισχίου.

Το συγγενές εξάρθρημα ισχίου ή αναπτυξιακή δυσπλασία του ισχίου αποτελεί μια συγγενή κατάσταση που αφορά το παιδί από τη στιγμή της γέννησης του. Το ισχίο στην περίπτωση αυτή είναι ασταθές λόγω μη φυσιολογικού σχηματισμού της άρθρωσης κατά την εμβρυϊκή ανάπτυξη. Ο όρος συγγενές εξάρθρημα ισχίου αφορά  στο ένα άκρο του φάσματος αυτής της  παθολογικής κατάστασης και το πιο σοβαρό. Υπάρχουν, όμως, και ηπιότερες εκφάνσεις αυτής της οντότητας εξ’ού και ο όρος αναπτυξιακή δυσπλασία του ισχίου, οι οποίες «προδιαθέτουν» στη μετέπειτα δημιουργία μιας μόνιμα προβληματικής άρθρωσης και αν αφεθούν χωρίς αντιμετώπιση στο μέλλον θα χρειαστεί χειρουργική  διόρθωση. Γι’ αυτόν τον λόγο, οφείλουμε να διαπιστώσουμε εγκαίρως την ύπαρξη αυτής της πάθησης για περαιτέρω διερεύνηση και συντηρητική αντιμετώπιση

Τα αίτια είναι άγνωστα στις πιο πολλές περιπτώσεις. Επιβαρυντικοί παράγοντες που φαίνεται να ενοχοποιούνται είναι η ισχιακή προβολή του εμβρύου κατά την ενδομήτριο ζωή, η μειωμένη ποσότητα αμνιακού υγρού και το βεβαρημένο οικογενειακό ιστορικό.  Το συγγενές εξάρθρημα του ισχίου είναι πιο συχνό στα κορίτσια παρά στα αγόρια.

Πρώτη διαγνωστική προσέγγιση αποτελεί η κλινική εξέταση του παιδιού αμέσως μετά τη γέννησή του για την εκτίμηση της συμμετρίας των κάτω άκρων και την αναζήτηση κάποιων παθογνωμονικών σημείων  με τη δοκιμασία Barlow και το χειρισμό Ortolani. Με αυτούς τους χειρισμούς διαπιστώνεται αν η κεφαλή του μηριαίου παρεκτοπίζεται από την κοτύλη και στη συνέχεια ανατάσσεται. Όταν υπάρχουν, βάζουν σαφώς τη διάγνωση, δεν παύουν όμως να υπάρχουν και οι υποκλινικές μορφές παθολογικών ισχίων, που διαλάθουν της κλινικής προσοχής και είναι και οι πιο συχνές. Εδώ ακριβώς έχει νόημα να  ακολουθήσει η υπερηχογραφική απεικόνιση του νεογνικού ισχίου, η οποία τείνει να καθιερωθεί και στην Ελλάδα σαν ρουτίνα πλέον.

Ο πρωτοπόρος της μεθόδου, καθηγητής Reinhard Graf, μετά από πολλά χρόνια έρευνας και  εμπειρίας, συνιστά τη μέθοδο αυτή ως αξιόπιστη και ασφαλή, με παγκόσμια αποδοχή, θεσπίζοντας τους βασικούς κανόνες στην τεχνική της υπερηχογραφικής απεικόνισης του ισχίου.  Ακολουθώντας τους κανόνες αυτούς εξασφαλίζεται η επαναληψιμότητα της εξέτασης  και περιορίζονται αφενός οι λανθασμένες διαγνώσεις και αφετέρου οι παθολογικές περιπτώσεις που διαλανθάνουν της κλινικής προσοχής.

Η μέθοδος απαιτεί βασικό εξοπλισμό, με απαραίτητο ένα μηχάνημα υπερήχων και  γραμμικό ηχοβολέα συχνότητας 7,5 ΜΗz και το σημαντικότερο ένα σωστά εκπαιδευμένο και έμπειρο εξεταστή.

Η υπερηχογραφική εικόνα  του νεογνικού ισχίου αλλάζει ραγδαία τις πρώτες εβδομάδες ζωής γι’ αυτό και έχει νόημα ο υπέρηχος να πραγματοποιηθεί σε ένα συγκεκριμένο χρονικό παράθυρο, όσο ακόμα η άρθρωση έχει χόνδρινη σύσταση που επιτρέπει τη διέλευση της δέσμης των υπερήχων και την απεικόνισή της. Ιδανικά είναι κοντά στις 4-6 εβδομάδες ζωής και όχι μετά τον 3ο μήνα γέννησης. Αυτό γιατί το αποτέλεσμα της εξέτασης που θα έχουμε θα είναι πιο αξιόπιστο και ταυτόχρονα μας επιτρέπει την έγκαιρη παρέμβαση και θεαματική διόρθωση τυχόν παθολογικών ευρημάτων με συντηρητικό και μη επεμβατικό τρόπο.

Η εξέταση δεν απαιτεί προετοιμασία, ιδανικά όμως πρέπει να γίνεται σε ένα ήρεμο περιβάλλον και το βρέφος να έχει φάει και να μην υπάρχει άλλος παράγοντας που να του προκαλεί ανησυχία.

Λαμβάνεται τουλάχιστον μια υπερηχογραφική εικόνα από το κάθε ισχίο, στην οποία είναι απαραίτητο να απεικονίζονται συγκεκριμένες ανατομικές δομές και στην οποία θα γίνουν κάποιες μετρήσεις και θα καθοριστεί η γωνία α και β. Με βάση τις γωνίες αυτές καθορίζεται και ο τύπος του ισχίου. Ο τύπος I, όταν η γωνία α ≥60°, αφορά ένα φυσιολογικό ώριμο ισχίο. Ο τύπος IIa, με γωνία α=50-59°,  αφορά ένα φυσιολογικό ανώριμο ισχίο και η εξέταση χρήζει επανάληψης μόλις συμπληρωθούν οι 12 εβδομάδες από τη γέννηση. Ο τύπος  IIb, με γωνία α=50-59°   αφορά σε ηλικίες μεγαλύτερες των 3 μηνών και η άρθρωση είναι δυσπλαστική. Ο τύπος IIc αφορά γωνία α=43-49° και γωνία β < 77 °και το ισχίο είναι βαρέως δυσπλαστικό και σχεδόν εξαρθρωμένο, ενώ ο τύπος D επίσης με γωνία α=43-49° και γωνία β > 77 ° αποτελεί το πρώτο στάδιο του εξαρθρήματος. Οι τύποι III και IV αφορούν γωνία α <43° και το ισχίο είναι εξαρθρωμένο. Οι παθολογικοί τύποι ισχίων παραπέμπονται στη συνέχεια σε Παιδοορθοπαιδικό.

Ο υπέρηχος ισχίων είναι μια εξέταση απλή, γρήγορη, ανώδυνη, άνευ κινδύνων και χαμηλού κόστους και οφείλει να πραγματοποιείται σαν εξέταση ρουτίνας σε όλα τα νεογνά για έγκαιρη διάγνωση και  εξάλειψη των παθολογικών ισχίων που οδηγούν σε σοβαρή δυσλειτουργία της άρθρωσης στη μετέπειτα ζωή του παιδιού.