Η ιδιοπαθής ή συγγενής ραιβοïπποποδία αποτελεί την πιο συχνά εμφανιζόμενη παραμόρφωση του ποδιού στα νεογέννητα. Το πόδι του μωρού είναι γυρισμένο προς τα μέσα και κάτω. Η συχνότητα της ραιβοïπποποδίας υπολογίζεται σε 1 στις 500-1000 γεννήσεις, είναι συχνότερη στα αγόρια, και αφορά και τα δυο πόδια στο 40% των περιπτώσεων.

Τα αίτια δεν είναι γνωστά αλλά πιθανότατα είναι γενετικής φύσης. Η ραιβοïπποποδία μπορεί να είναι ιδιοπαθής, δηλαδή δεν υπάρχει κάποιο άλλο νόσημα αλλά μπορεί να εμφανίζεται στα πλαίσια συνδρόμων όπως η αρθρογρύπωση ή το σύνδρομο Larsen. Η πάθηση μπορεί σήμερα να διαγνωστεί από την 18-20 εβδομάδα της κύησης κατά την διενέργεια ενός υπερηχογραφήματος. Αυτό δίνει την δυνατότητα στους νέους γονείς να ενημερωθούν για την πάθηση από Παιδοορθοπαιδικό Ιατρό πριν την γέννηση του μωρού τους και να αποφασίσουν το είδος της θεραπείας που θα ακολουθηθεί μετά την γέννηση.

Η κλασσική και παλαιά αντιμετώπιση της ραιβοïπποποδίας ήταν χειρουργική με εκτεταμένες χειρουργικές τομές που άφηναν μεγάλες ουλές και ένα πόδι που στην παιδική ηλικία και την ενήλικο ήταν δύσκαμπτο.

Η μέθοδος εκλογής σήμερα για την αντιμετώπιση της ραιβοïπποποδίας είναι η Μέθοδος Ponseti που φέρει το όνομα του δημιουργού της Ignacio Ponseti. Η μέθοδος εφαρμόζεται στις ΗΠΑ από την δεκαετία του ’50 αλλά τα τελευταία χρόνια έχει γίνει αποδεκτή και εφαρμόζεται ευρέως και στην Ευρώπη. Πρόκειτε για ειδικό χειρισμό του ποδιού εβδομαδιαία και τοποθέτηση γύψου με συγκεκριμένη τεχνική. Συνήθως απαιτούνται 5-7 γύψοι και στην πλειοψηφία των παιδιών απαιτείται διαδερμική τενοτομή του Αχιλλείου τένοντα πριν την εφαρμογή του τελευταίου γύψου. Ακολούθως το παιδί φορά ειδικό κηδεμόνα (παπούτσια με μπάρα) με σκοπό την διατήρηση της διόρθωσης του ποδιού. Ο κηδεμόνας εφαρμόζεται 23 ώρες για τους 3 πρώτους μήνες και ακολούθως κατά τον βραδυνό ύπνο μέχρι την ηλικία των 3,5-4 ετών. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ένα εμφανισιακά φυσιολογικό πόδι, εύκαμπτο και λειτουργικό για όλη την ζωή του παιδιού. Το παιδί μπορεί να συμμετέχει σε οποιαδήποτε δραστηριότητα χωρίς να υπολείπεται σε σχέση με τα παιδιά της ηλικίας του.